ξηραίνει

ξηραίνει
ξηραίνω
—parch
pres ind mp 2nd sg
ξηραίνω
—parch
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • чахнуть — чахлый, чахотка, укр. чахнути, блр. чахнуць. Вероятно, новое образование от *чазнѫти исчезать, усыхать (см. чезнуть), причем х аналогично тряхнуть, ужахнуться и т. п.; см. Брюкнер, KZ 43, 310; 48, 181; Махек, Rесhеrсhеs 29. Последний пытается… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • επιξηραντικός — ἐπιξηραντικός, ή, ό (Α) [επιξηραίνω] αυτός που ξηραίνει την επιφάνεια κάποιου πράγματος …   Dictionary of Greek

  • ιπνευτής — ἰπνευτής, ὁ (Α) [ιπνεύω] αυτός που ξηραίνει ή ψήνει κάτι σε κλίβανο, σε φούρνο, ο φούρναρης …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • ξηραντικός — ή, ό (ΑΜ ξηραντικός, ή, όν) [ξηραίνω] αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόθερμος — η, ο (Α ὀλιγόθερμος, ον) (συν. για ζώα) αυτός που έχει λίγη θερμότητα, χαμηλή θερμοκρασία («μαλακόδερμα γ οὖν γεννῶσι, διὰ γὰρ τὸ εἶναι ὀλιγόθερμα, οὖ ξηραίνει αὐτῶν ἡ φύσις τὸ ἔσχατον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + θερμός… …   Dictionary of Greek

  • πολυκαγκής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που ξηραίνει, που στεγνώνει πολύ («τῷ δ ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν», Ομ.ιλ.) 2. φλογερός 3. πολύ ξηρός, κατάστεγνος («πολυκαγκής χώρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καγκής < θ. καγκ της λ. κάγκανος «ξηρός,… …   Dictionary of Greek

  • τρύσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) (στο γ εν.) τρύσκει «τρύχει, ξηραίνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το ρ. τρύω] …   Dictionary of Greek

  • kenk-2 —     kenk 2     English meaning: to burn, be dry; a burning feel (hunger, thirst)     Deutsche Übersetzung: “brennen (dörren), weh tun; also especially von brennendem Durst and Hunger”     Material: O.Ind. küŋkṣ ati “begehrt” (“burning… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ter-3, terǝ- and teri-, trī- —     ter 3, terǝ and teri , trī     English meaning: to rub     Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren”     Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”